φωταντίτυπο

φωταντίτυπο
φωταντίτυπο, το και φωτοαντίτυπο, το
αντίτυπο εικόνας (σελίδας βιβλίου, εγγράφου, σχεδίου κτλ.), που εμφανίζεται θετικά με φωτογραφικές μεθόδους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωταντίτυπο — το, Ν βλ. φωτοαντίτυπο …   Dictionary of Greek

  • φωτοαντίτυπο — και φωταντίτυπο, το, Ν θετική εικόνα κειμένου ή παράστασης που λαμβάνεται με φωτογραφικές μεθόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αντίτυπο. Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. photocopy (πρβλ. και φωτοαντίγραφο)] …   Dictionary of Greek

  • φωταντίγραφο — το και φωτοαντίγραφο, το φωταντίτυπο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοαντίτυπο — το βλ. φωταντίτυπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”